καταναίω — (Α) 1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε») 3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ναίω… … Dictionary of Greek
καταναῖον — καταναίω make to dwell pres part act masc voc sg καταναίω make to dwell pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναίου — καταναίω make to dwell pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) καταναίω make to dwell imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατενάσθην — καταναίω make to dwell aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) καταναίω make to dwell aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανασθήσομαι — καταναίω make to dwell fut ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανασσαμένη — καταναίω make to dwell aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναίοις — καταναίω make to dwell pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναίων — καταναίω make to dwell pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατενάσθη — καταναίω make to dwell aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατενάσθησαν — καταναίω make to dwell aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατενάσσατο — καταναίω make to dwell aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)